- πρόσχωροι
- πρόσχωροςlying nearmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχωροῖ — προσχωρέω go to pres opt act 3rd sg (attic epic doric) προσχωρέω go to pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσχωρος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, γειτονικός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόσχωρος ο γείτονας («παρῆσαν... οἵ τε Κορίνθιοι... καὶ οἱ ἄλλοι πρόσχωροι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χῶρος (πρβλ περί χωρος)] … Dictionary of Greek